- ἰσχῡρό-φωνος
ἰσχῡρό-φωνος, von starker Stimme, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡρό-φωνος, von starker Stimme, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικτρόφωνος — οἰκτρόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει οικτρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρό φωνος, λαμπρό φωνος] … Dictionary of Greek