- ἰσχῡρό-χρως
ἰσχῡρό-χρως, ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσχῡρό-χρως, ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυρόχρως — ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρό χρως, λιπαρό χρως] … Dictionary of Greek