ἰσχῡρό-φρων

ἰσχῡρό-φρων

ἰσχῡρό-φρων, ον, stark, muthig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχυρόφρων — ἰσχυρόφρων, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, ο γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γενναιό φρων, σώ φρων] …   Dictionary of Greek

  • κρατερόφρων — κρατερόφρων, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, γενναία και ατρόμητη καρδιά, γενναιόψυχος («ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμόν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κραταιό φρων, υψηλό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”