- ἱππ-έλαφος
ἱππ-έλαφος, ὁ, Roßhirsch, eine Gazellenart, Arist. H. A. 2, 1, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππ-έλαφος, ὁ, Roßhirsch, eine Gazellenart, Arist. H. A. 2, 1, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονέλαφος — ὀνέλαφος, ὁ (Α) είδος αντιλόπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἔλαφος (πρβλ. ιππ έλαφος)] … Dictionary of Greek
χοιρέλαφος — ὁ, Α ζώο τής Ινδίας που έμοιαζε με χοίρο και με ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + ἔλαφος (πρβλ. ἱππ έλαφος)] … Dictionary of Greek
ιπποτραγέλαφος — ο (Α ἱπποτραγέλαφος) φανταστικό ζώο που αποτελείται από ίππο, τράγο και ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τραγ έλαφος (< τράγος + ἔλαφος)] … Dictionary of Greek