ἱππ-άνθρωπος

ἱππ-άνθρωπος

ἱππ-άνθρωπος, , ein Roßmensch, Kentaur, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιπποσκελής — ἱπποσκελής, ές (Α) αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, ισχνο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • ιπποκένταυρος — ἱπποκένταυρος, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ίππος, ο κένταυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κένταυρος] …   Dictionary of Greek

  • ιππομιγής — ἱππομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ ίππος και κατά το ήμισυ άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ μίγ ην), πρβλ. θηριο μιγής, ορνεο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • ιππόβροτος — ἱππόβροτος, ον (Α) φρ. «ἱππόβροτοι ὠδῑνες» οι πόνοι, οι ωδίνες από τις οποίες γεννήθηκε ίππος και άνθρωπος, ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βροτός «θνητός»] …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

  • οικεύς — οἰκεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α) 1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος τού σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.) 2. υπηρέτης, δούλος, οικέτης* («οἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ ἐκσωθεὶς μόνος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”