ἱππίσκος

ἱππίσκος

ἱππίσκος, , dim. zu ἵππος, Titel einer Komödie des Alexis, Ath. III, 120 b; auch ein Frauenschmuck, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιππίσκος — ἱππίσκος ὁ (Α) (υποκορ. τού ίππος) 1. μικρό άγαλμα ίππου 2. στολίδι τού κεφαλιού 3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • ἱππίσκος — small statue of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίσκον — ἱππίσκος small statue of a horse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππίσκῳ — ἱππίσκος small statue of a horse masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”