- ἱππ-ούραιον
ἱππ-ούραιον, τό, = ἵππουρις, bei Arat. 438 der Pferdeschweif.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππ-ούραιον, τό, = ἵππουρις, bei Arat. 438 der Pferdeschweif.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππούραιο — το (Α ἱππούραιον) νεοελλ. σύνολο κλωσμάτων παλιού άχρηστου σχοινιού δεμένων στην άκρη σχοινένιας λαβής σαν αλογοουρά, το οποίο χρησίμευε παλιότερα στο σφουγγάρισμα και στο στέγνωμα τών καταστρωμάτων τών πλοίων, κν. παπάδι ή παπάζι αρχ. η ουρά τού … Dictionary of Greek