- ἱππο-βότης
ἱππο-βότης, ὁ, Rossenährer, Ἀτρεύς, Eur. Or. 995 I. A. 1059; so hießen in Chalkis auf Euböa die Aristokraten, weil sie sich Pferde hielten, Her. 5, 77. 6, 100. 7, 155; vgl. Plut. Pericl. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-βότης, ὁ, Rossenährer, Ἀτρεύς, Eur. Or. 995 I. A. 1059; so hießen in Chalkis auf Euböa die Aristokraten, weil sie sich Pferde hielten, Her. 5, 77. 6, 100. 7, 155; vgl. Plut. Pericl. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συβώτης — και δ. γρ. συβότης, ό, θηλ. συβώτρια, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βώτης / βότης (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βώτης / ἱππο βότης. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. suqota)] … Dictionary of Greek
μηλοβότης — μηλοβότης, δωρ. τ. μηλοβότας, ὁ (Α) ποιμένας προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek
ορφοβότης — ὀρφοβότης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) επίτροπος ορφανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀρφος (βλ. λ. ορφανός) + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek
υοβότης — Α (κατά τον Ησύχ.) ὑοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + βότης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βότης] … Dictionary of Greek