- ἱππο-χάρμης
ἱππο-χάρμης, = ἱππιοχάρμης, βασιλεύς Pind. Ol. 1, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-χάρμης, = ἱππιοχάρμης, βασιλεύς Pind. Ol. 1, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασυχάρμης — θρασυχάρμης, ὁ (Α) τολμηρός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χάρμης (< χάρμα < χαίρω), πρβλ. ιππο χάρμης, σιδηρο χάρμης] … Dictionary of Greek