- ἱππο-πείρης
ἱππο-πείρης, roßerfahren, roßkundig, Anacr. 62, 11, richtiger ἱπποσείρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-πείρης, roßerfahren, roßkundig, Anacr. 62, 11, richtiger ἱπποσείρης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοπείρας — μονοπείρας, ὁ (Α) (συν. για λύκο) αυτός που βγαίνει για κυνήγι μόνος και όχι σε αγέλη («ἀνθρωποφαγοῡσι δὲ οἱ μονοπεῑραι τῶν λύκων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πειρας (< πεῖρα «δοκιμή, δοκιμασία»), πρβλ. ιππο πείρης] … Dictionary of Greek