- ἱππο-πάρῃος
ἱππο-πάρῃος, mit gewaltigen Backen, Apoll. L. H. s. v. ἱππόβοτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππο-πάρῃος, mit gewaltigen Backen, Apoll. L. H. s. v. ἱππόβοτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποπάρηος — ἱπποπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάγουλα, μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + παρῃος (< παρηιά «μάγουλο»), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος (βλ. και λ. ιππό κρημνος)] … Dictionary of Greek