ἱππο-πόλος

ἱππο-πόλος

ἱππο-πόλος, Rosse tummelnd, im Reiten od. Fahren geschickt, Thraker, Il. 13, 4. 14, 277.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οιοπόλος — (I) οἰοπόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος 2. (για πρόσ.) μοναχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο πόλος]. (II) οἰοπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • μελισσοπόλος — και αττ. τ. μελιττοπόλος, ον (Α) μελισσοκόμος, μελισσονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόλος (< πέλομαι «προέρχομαι, γίνομαι»), πρβλ. ιππο πόλος, μαντι πόλος] …   Dictionary of Greek

  • Ταυροπόλος — Έτσι αποκαλούσαν τη θεά Άρτεμη, είτε επειδή λατρευόταν στην Ταυρική χερσόνησο ή επειδή κυνηγούσε ταύρους. Σε νομίσματα της Ικαρίας και της Αμφίπολης, η θεά εικονιζόταν καθισμένη επάνω σε ταύρους ή σε άρμα που το έσερναν βόδια. Η θεά ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • μυροπόλος — και μυρόπωλος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με τα μύρα ή αυτός που πωλεί μύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. ιππο πόλος. Ο τ. μυρόπωλος (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ταυροπόλος — Έτσι αποκαλούσαν τη θεά Άρτεμη, είτε επειδή λατρευόταν στην Ταυρική χερσόνησο ή επειδή κυνηγούσε ταύρους. Σε νομίσματα της Ικαρίας και της Αμφίπολης, η θεά εικονιζόταν καθισμένη επάνω σε ταύρους ή σε άρμα που το έσερναν βόδια. Η θεά ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”