- ἱππ-εραστής
ἱππ-εραστής, ὁ, der Pferdeliebhaber, Ael. H. A. 2, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱππ-εραστής, ὁ, der Pferdeliebhaber, Ael. H. A. 2, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππεραστής — ἱππεραστής, ὁ (Α) αυτός που αγαπά πολύ τα άλογα, φίλιππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἐραστής (< ἔραμαι)] … Dictionary of Greek