ἱππευτήρ, ῆρος, ὁ, der Reiter, Bian. 11 (IX, 295).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππευτήρ — ἱππευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ιππεύω] μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής* … Dictionary of Greek
ἱππευτῆρα — ἱππευτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)