ἱππασία

ἱππασία

ἱππασία, , daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσϑαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἱππασία — ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc/acc dual ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίᾳ — ἱππασίαι , ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππασία — Η τέχνη της ίππευσης. Βλ. λ. ιππική. * * * η (Α ἱππασία) [ιππάζομαι] 1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς 2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.) νεοελλ. μια θέση τού σώματος στην ενόργανη γυμναστική… …   Dictionary of Greek

  • ιππασία — η 1. έφιππη πορεία, το να τρέχει κάποιος πάνω σ άλογο: Αγώνες ιππασίας. 2. τέχνη να ιππεύει κάποιος: Μαθαίνει ιππασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππάσια — ἱππάσιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίας — ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem acc pl ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίαι — ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίαν — ἱππασίᾱν , ἱππασία riding fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασιῶν — ἱππασία riding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίαις — ἱππασία riding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίην — ἱππασία riding fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”