- παντο-πράκτης
παντο-πράκτης, ὁ, = παντοποιός, Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντο-πράκτης, ὁ, = παντοποιός, Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαυλοπράκτης — ὁ, Μ φαυλοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + πράκτης (< πράκτης < πράττω), πρβλ. παντο πράκτης] … Dictionary of Greek