- παντο-πωλεῖον
παντο-πωλεῖον, τό, Ort, wo man allerlei verkauft, Poll. 7, 16. S. παντοπώλιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντο-πωλεῖον, τό, Ort, wo man allerlei verkauft, Poll. 7, 16. S. παντοπώλιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοπωλείον — θερμοπωλεῑον, τὸ (Α) κατάστημα στο οποίο πωλούνταν θέρμοι, λούπινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + πωλείον < πώλης < πωλώ (πρβλ. βιβλιο πωλείο[ν], παντο πωλείο[ν])] … Dictionary of Greek