- παντ-αίτιος
παντ-αίτιος, = παναίτιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντ-αίτιος, = παναίτιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανταίτιος — ον, Μ αίτιος τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + αίτιος (< αἰτία), πρβλ. πρωτ αίτιος] … Dictionary of Greek