- ἔκ-ροος
ἔκ-ροος, zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς ϑάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκ-ροος, zsgzg. -ρους, ὁ, der Ausfluß, ἔκροον ἔχουσι ἐς ϑάλασσαν Her. 7, 129; Arist. Meteorl. 1, 13 u. Sp., wie D. Sic. 4, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥόος — stream masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόος — ὁ, ΜΑ βλ. ρους (Ι) … Dictionary of Greek
ῥοῦς — ῥόος stream masc acc pl (attic) ῥόος stream masc nom sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοῦν — ῥόος stream masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόοι — ῥόος stream masc nom/voc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόους — ῥόος stream masc acc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥώ — ῥόος stream masc nom/voc/acc dual (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλλορόος — ον, Α (για το φθινόπωρο) αυτός που κάνει να πέσουν τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ροος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό ροος, ἐλαιό ροος] … Dictionary of Greek
sreu- — sreu English meaning: to flow Deutsche Übersetzung: “fließen” Material: O.Ind. srávati “ flows “ (= Gk. ῥέω), srava m. “das Fließen” (= Gk. ῥόος, O.C.S. ostrovъ), giri sravü “Bergstrom” (= Gk. ῥοή, Lith. sravà), srutá flowing,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
EUPHRATES — I. EUPHRATES Mesopotamiae fluv. celeberrimus, et maximus. Magnitudinem eius innuit Callimach. Hymn. 2. Α῀ςςυρίου ποταμοῖο μέγας ῥόος. Itemque Dionys. Φαίνετ᾿ ἀπειρεσίου ποταυμοῦ ῥόος Ε᾿υφρήταο. Maior siquidem est Tigride, sicut resert Strab. l. 2 … Hofmann J. Lexicon universale
ῥοῦ — ῥέομαι flow pres imperat mp 2nd sg (attic) ῥέομαι flow imperf ind mp 2nd sg (attic) ῥόος stream masc voc sg (attic) ῥόος stream masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)