(ἔγρομαι) s. ἐγείρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔγρομαι — ἔγρω pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέγρομαι — ἀνέγρομαι (AM) ανεγείρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + έγρομαι, υστερογενής ενεστώτας του εγείρω] … Dictionary of Greek