- ἔκ-ρυσις
ἔκ-ρυσις, ἡ, = ἔκροος, Pol. 4, 39, 8; Fehlgeburt in den ersten 7 Tagen, Arist. H. A. 7, 3; gen. anim. 3, 9; τριχῶν, das Ausgehen der Haare, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔκ-ρυσις, ἡ, = ἔκροος, Pol. 4, 39, 8; Fehlgeburt in den ersten 7 Tagen, Arist. H. A. 7, 3; gen. anim. 3, 9; τριχῶν, das Ausgehen der Haare, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥυσίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῦσις — deliverance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύσις — ῥύσῑς , ῥύσις flow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ῥύσις flow fem nom sg ῥύ̱σῑς , ῥῦσις deliverance fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύσις — (I) (ῥύσις), εως, και ιων. τ. γεν. ιος, και δωρ.τ. ῥύτις, ἡ, Α βλ. ῥύση. (II) (ῥῦσις), ύσεως, ἡ, Α σωτηρία, απελευθέρωση, απαλλαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρύω* (ΙΙ) «προστατεύω» + κατάλ. σις (πρβλ. θύ σις, λύ σις)] … Dictionary of Greek
ρυσίς — ίδος, ἡ, Α είδος ποτηριού, ῥυτόν*(||). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. αντί τού ορθού χρυσίς «χρυσή κούπα»] … Dictionary of Greek
ῥύσεις — ῥύσις flow fem nom/voc pl (attic epic) ῥύσις flow fem nom/acc pl (attic) ῥύ̱σεις , ῥῦσις deliverance fem nom/voc pl (attic epic) ῥύ̱σεις , ῥῦσις deliverance fem nom/acc pl (attic) ῥυσάω imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύσεσι — ῥύσις flow fem dat pl ῥύ̱σεσι , ῥῦσις deliverance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύσεσιν — ῥύσις flow fem dat pl ῥύ̱σεσιν , ῥῦσις deliverance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύση — ῥύσις flow fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥύ̱ση , ῥῦσις deliverance fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥυσάω pres imperat act 2nd sg (doric) ῥυσάω pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ῥυσάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύσιας — ῥύσις flow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ῥύ̱σιας , ῥῦσις deliverance fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύσιες — ῥύσις flow fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) ῥύ̱σιες , ῥῦσις deliverance fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)