- ἔερτο
ἔερτο, ep. zu εἴρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔερτο, ep. zu εἴρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔερτο — εἴρω fasten together in rows plup ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MITRA — Syriacum Scaligero: ab antique μίω, i. e. μιτόω ligo, Eustath. a μίτος, i. e. filum, Etymol. Lat. Vitta, Hebr. Gap desc: Hebrew funis, χοινίον: proprie signisicat tegmen muliebris capitis. Et quidem aliquando sonat redimiculum capitis, e quo… … Hofmann J. Lexicon universale
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
ser-4 — ser 4 English meaning: to put together, bind together Deutsche Übersetzung: “aneinander reihen, knũpfen” Material: O.Ind. sarat , sarit “ filament “ (uncovered), perhaps saṭü “lichen, Mähne, bristle”; Gk. εἴρω (*seri̯ō) “reihe… … Proto-Indo-European etymological dictionary