- ἔν-τρομος
ἔν-τρομος, zitternd, im Schrech, N. T., Plut. Fab. 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔν-τρομος, zitternd, im Schrech, N. T., Plut. Fab. 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρόμος — trembling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
τρόμος — ο 1. ρίγος, τρεμούλιασμα, τούρτουρο: Τρόμος των χεριών. 2. υπερβολικός ή ξαφνικός φόβος, τρομάρα: Μ έπιασε τρόμος στο αεροπλάνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… … Dictionary of Greek
τρομόν — τρομός trembling masc acc sg τρομός trembling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμω — τρόμος trembling masc nom/voc/acc dual τρόμος trembling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμοι — τρόμος trembling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμοις — τρόμος trembling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμοισι — τρόμος trembling masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμον — τρόμος trembling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμου — τρόμος trembling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)