ἔν-τρᾱνος

ἔν-τρᾱνος

ἔν-τρᾱνος, hell, klar, vom Auge, Sp., auch in der Form ἐντρᾱνής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρανός — ή, ό / τρανός, ή, όν, ΝΜΑ προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.) νεοελλ. 1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό 2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και… …   Dictionary of Greek

  • τρανός — ή, ό επίρρ. ά 1. μεγάλος σε ανάστημα ή ηλικία, ογκώδης: Είναι πρώτο μπόι, τρανός. – Να τον σέβεσαι τον παππού, είναι τρανός. Είναι βαρύς, γιατί είναι τρανός. 2. μτφ., σπουδαίος, μεγάλος και διάσημος: Τρανός γιατρός. 3. ολοφάνερος, καταφανής:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ИЕРЕМИЯ II — [Транос; греч. ῾Ιερεμίας Τρανός] (между 1530 и 1536, Анхиал, ныне Поморие, Болгария 1596, К поль), патриарх К польский (5 мая 1572 29 нояб. 1579, 13 авг. 1580 22 февр. 1584, 19 апр. 1587 сент. 1595), один из участников учреждения Патриаршества на …   Православная энциклопедия

  • τρανεύω — Ν [τρανός] 1. (αμτβ.) α) γίνομαι τρανός, μεγαλώνω ως προς την ηλικία ή το μέγεθος β) αποκτώ μεγαλύτερη οικονομική ή κοινωνική ισχύ γ) αποκτώ μεγαλύτερο βαθμό 2. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα 3. (σχετικά με φωνή) (μτβ.) υψώνω τον τόνο …   Dictionary of Greek

  • Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) …   Wikipedia

  • Иеремия II — В Википедии есть статьи о других людях с именем Иеремия (значения). Иеремия II Иеремия II Транос (греч. Ιερεμίας Β΄ Τρανός; 1530 1595)  Константинопольский патриарх с 1572 (с перерывами) …   Википедия

  • Jérémie II de Constantinople — Jérémie II Tranos de Constantinople (né à Anchialos vers 1530, mort à Constantinople fin 1595) (en grec : Ιερεμίας Β΄ Τρανός) fut trois fois patriarche de Constantinople de 1572 à 1579, puis de 1580 à 1584, et enfin de 1587 à 1595. Sommaire… …   Wikipédia en Français

  • ατράνευτος — και ατράνετος, η, ο αυτός που δεν έγινε τρανός, που δεν μεγάλωσε σωματικά …   Dictionary of Greek

  • ατράνταχτος — η, ο·1. ακλόνητος, αμετακίνητος, στερεός 2. ακράδαντος, αδιάσειστος («ατράνταχτα επιχειρήματα») 3. (για πράγματα) τρανός, επιβλητικός, τεράστιος («ατράνταχτη προίκα, περιουσία») …   Dictionary of Greek

  • διάτρανος — διάτρανος, ον (Μ) [τρανός] ευκρινής …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”