ἔν-τροφος

ἔν-τροφος

ἔν-τροφος, darin ernährt, erzogen; ὕλῃ, im Walde, Ap. Rh. 1, 1117; αἰγιαλῶν Antiphil. 41 (IX, 242). Uebertr., παλαιᾷ ἔντροφος ἁμέρᾳ Soph. Ai. 613, d. i. alt, Schol. πολυετής; μόχϑῳ τῷδ' ἐνέϑηκας ἔντροφον O. C. 1364, du hast mich in das Elend gestürzt, Schol. ἐνέζευξας. – Ὁ Σαλαμῖνος ἔντροφος, der Zögling von Salamis, Eur. I. A. 288; vgl. Arist. bei D. L. 5, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροφός — feeder masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • τροφός — η / τροφός, ὁ και ἡ, ΝΜΑ, και τροφόν, τὸ, Α (κυρίως το θηλ.) αυτή που έχει αναλάβει τον θηλασμό ξένου βρέφους, παραμάννα αρχ. 1. (κυρίως το θηλ. και σπαν. το αρσ.) αυτός που τρέφει, που ανατρέφει κάποιον 2. (στους Αττικούς συγγραφείς) η μητέρα 3 …   Dictionary of Greek

  • τροφός — η γυναίκα που θηλάζει ξένο βρέφος, παραμάνα, βυζάχτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροφοί — τροφός feeder masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφούς — τροφός feeder masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφέ — τροφός feeder masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφῷ — τροφός feeder masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροφόν — τροφός feeder masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτρόφος — (I) ζωοτρόφος, ον (Α) (για το γάλα) ζωοποιός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, κτηνο τρόφος]. (II) ο (Α ζῳοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει ζώα, που παράγει και συντηρεί ζώα, κτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”