- ἔμ-πλεγμα
ἔμ-πλεγμα, τό, Verflechtung, Artem. 4, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πλεγμα, τό, Verflechtung, Artem. 4, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέγμα — anything twined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
πλέγμα, κρυσταλλικό — Στην κρυσταλλογραφία με τον όρο αυτό δηλώνεται ένα σύνολο υλικών σημείων κανονικά διατεταγμένων μέσα στο χώρο. Από τέτοια υλικά σημεία, που μπορεί να είναι μόρια, άτομα ή ιόντα, διατεταγμένα κατά κανονικά διαστήματα, θεωρείται ότι αποτελείται η… … Dictionary of Greek
πλέγμα — το, ατος 1. κάτι που είναι πλεγμένο, δίχτυ. 2. μτφ., οργάνωση, σύνθεση: Πολύμορφο διοικητικό πλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιδοιικό πλέγμα — Η συνέχεια του ιερού πλέγματος προς τα κάτω. Σχηματίζεται από τους πρόσθιους κλάδους του 4ου και κατά ένα μέρος του 3ου ιερού νεύρου και τους αναστομωτικούς κλάδους του 2ου ιερού νεύρου. Αναστομώνεται με το κοκκυγικό και το υπογάστριο φυσικό… … Dictionary of Greek
ηλιακό πλέγμα — (Ιατρ.). Μεγάλο δίκτυο νεύρων που βρίσκονται πίσω από το στομάχι … Dictionary of Greek
πλέγμ' — πλέγμα , πλέγμα anything twined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεγμάτων — πλέγμα anything twined neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγμασι — πλέγμα anything twined neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγμασιν — πλέγμα anything twined neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέγματα — πλέγμα anything twined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)