- ἔμ-πλειος
ἔμ-πλειος, poet. = ἔμπλεος, Od. 18, 118 u. öfter, wie Theocr. 25, 207; auch ἐνίπλειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πλειος, poet. = ἔμπλεος, Od. 18, 118 u. öfter, wie Theocr. 25, 207; auch ἐνίπλειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλείος — η, ον, Α (επικ. τ.) βλ. πλέως … Dictionary of Greek
πλεῖος — πλέως full masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek
Pleoptik — Die Pleoptik (pleo, πλεῖος griech.: voll ) ist ein augenheilkundliches Verfahren, das sich mit der häufig apparativen Therapie von funktionaler Schwachsichtigkeit (Amblyopie) beschäftigt, gleichwohl in den letzten Jahrzehnten durch die… … Deutsch Wikipedia
εΰπλειος — ἐΰπλειος, είη, ον (Α) (επικ. τ.) καλά γεμισμένος («κὰδ δ ἄρα πήρην θῆκεν ἐϋπλείην» ακούμπησε έπειτα κάτω την καλογεμισμένη σακούλα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλείος (< πίμπλημι «γεμίζω»)] … Dictionary of Greek
παράπλειος — εία, ον, Α ο σχεδόν γεμάτος («ὅταν παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλεῖος, επικ. τ. τού πλέος (< πίμπλημι, βλ. λ. πλέως)] … Dictionary of Greek
πλειών — ῶνος, ὁ, Α πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων ὁ ἐναιαυτός ἀπὸ τούς καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που… … Dictionary of Greek
pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… … Proto-Indo-European etymological dictionary