ἔμ-πλεκτος

ἔμ-πλεκτος

ἔμ-πλεκτος, eingeflochten; τὸ ἔμπλεκτον, eine Art Mauerwerk, wobei der Zwischenraum zwischen zwei Stirnmauern mit Schutt ausgefüllt wird, Vitruv. 2, 8, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλεκτός — plaited masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτός, -ή — ό βλ. πλεχτός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεκτόν — πλεκτός plaited masc acc sg πλεκτός plaited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖο — πλεκτός plaited masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖς — πλεκτός plaited masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖσι — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῖσιν — πλεκτός plaited masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοί — πλεκτός plaited masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτοῦ — πλεκτός plaited masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεκτούς — πλεκτός plaited masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”