- ἔμ-πλεως
ἔμ-πλεως, ων, att. = ἔμπλεος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-πλεως, ων, att. = ἔμπλεος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέῳς — πλέως full masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέως — πλέος masc acc pl (doric) πλέως full adverbial (ionic) πλέως full masc acc pl (doric ionic) πλέω̆ς , πλέως full masc nom pl πλέω̆ς , πλέως full masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek
πλειότερον — πλέως full adverbial comp (epic) πλέως full masc acc comp sg (epic) πλέως full neut nom/voc/acc comp sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεώτερον — πλέως full adverbial comp (ionic) πλέως full masc acc comp sg (ionic) πλέως full neut nom/voc/acc comp sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειοτέραις — πλέως full fem dat comp pl (epic) πλειοτέρᾱͅς , πλέως full fem dat comp pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειοτέρων — πλέως full fem gen comp pl (epic) πλέως full masc/neut gen comp pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειοτέρως — πλέως full adverbial comp (epic) πλέως full masc acc comp pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειότατον — πλέως full masc acc superl sg (epic) πλέως full neut nom/voc/acc superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλείως — πλέως full adverbial (epic) πλέως full masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειοτάτοις — πλέως full masc/neut dat superl pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)