- ἔμ-παιος
ἔμ-παιος (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-παιος (s. παίω), dareinschlagend, τύχαι Aesch. Ag. 180, plötzlich hereinbrechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παός — I Αρχαία πόλη της αρκαδικής Αζανίδας, ερείπια της οποίας σώζονται έως τις μέρες μας. Η πόλη, που λεγόταν και Παίος, άκμασε τον 7o και 6o αι. π.Χ. Ήταν πατρίδα του Ευφορίωνα. Στα χρόνια του Παυσανία η πόλη είχε υποδουλωθεί στους Κλειτορίους. II… … Dictionary of Greek
πρόσπαιος — ον, Α 1. αυτός που έπεσε πάνω σε κάποιον ή κάτι, που προσέκρουσε με κάποιον ή κάτι 2. (κατ επέκτ.) α) ο απροσδόκητος ή ο τυχαίος («εἰ πρόσπαιά πῃ τεύχοι κακά», Αισχύλ.) β) πρόσφατος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πρόσπαιον α) απροσδόκητα β) πρόσφατα 4.… … Dictionary of Greek
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek