- ἔμ-παιγμα
ἔμ-παιγμα, τό, Spott gegen Jemand, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔμ-παιγμα, τό, Spott gegen Jemand, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παίγμα — παῑγμα, ατος, τὸ (Α) 1. παιχνίδι, διασκέδαση 2. αστεϊσμός, πείραγμα 3. φρ. «παῑγμα τῶν λόγων» λογοπαίγνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιγ τού παίζω* (πρβλ. πέπαιγμα) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
παῖγμα — play neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσιπαίγμων — λυσιπαίγμων, ον (Α) αυτός που προσφέρεται για παιχνίδι, για διασκέδαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + παίγμων(< παῖγμα < παίζω), πρβλ. φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek
παιγμονή — παιγμονή, ἡ (Μ) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + επίθημα ονή (πρβλ. πημ ονή, φλεγμ ονή)] … Dictionary of Greek
παιγμοσύνη — παιγμοσύνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) εμπαιγμός, σκώμμα, πείραγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖγμα + κατάλ. οσύνη (πρβλ. πραγμ οσύνη)] … Dictionary of Greek
πολυπαίγμων — ον, Α (για χορό) αυτός που έχει πολλές φιγούρες («πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῑο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
φιλοπαίγμων — ον, ΝΑ, και αττ. τ. φιλοπαίσμων, ον, Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που τού αρέσει να αστειεύεται, να πειράζει αρχ. αυτός που τού αρέσει να παίζει, να διασκεδάζει («φιλοπαίγμων Διόνυσος», Ανακρέοντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παίγμων (<… … Dictionary of Greek
χοροπαίγμων — ον, Α αυτός που χορεύει εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. φιλο παίγμων] … Dictionary of Greek
παίγμασι — παί̱γμασι , παῖγμα play neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίγματα — παί̱γματα , παῖγμα play neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)