ἔποψ

ἔποψ

ἔποψ, οπος, ὁ, der Wiedehopf, nach seinem Rufe benannt, wie das lat. upupa, vgl. Aeschyl. (fr. 291) bei Arist. H. A. 9, 49 two ein Wortspiel gemacht ist, ἐπόπτης τῶν αὑτοῠ κακῶν, mit Anspielung auf die Verwandlung des Tereus); Ar. Av. u. sonst. – Bei Hesych. auch = ἐπόπτης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔποψ — hoopoe masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… …   Dictionary of Greek

  • οὕποψ — ἔποψ , ἔποψ hoopoe masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόπων — ἔποψ hoopoe masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπα — ἔποψ hoopoe masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπας — ἔποψ hoopoe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπες — ἔποψ hoopoe masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπι — ἔποψ hoopoe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποπος — ἔποψ hoopoe masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποψιν — ἔποψ hoopoe masc dat pl (epic) ἔποψις view over fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποφ' — ἔποπα , ἔποψ hoopoe masc acc sg ἔποπι , ἔποψ hoopoe masc dat sg ἔποπε , ἔποψ hoopoe masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”