ἔπ-οψις

ἔπ-οψις

ἔπ-οψις, , der Anblick, τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἐκ τῆς γῆς ἔχειν Thuc. 7, 71; καταστῆναι εἰς ἔποψιν τῶν πολεμίων, die Feinde zu Gesicht bekommen, Plut. Luc. 32; ἐν ἐπόψει τῶν φίλων, im Angesicht der Freunde, D. Cass.; – so weit man sehen kann, der Gesichtskreis, ἐπ' ὅσον ἡ ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχεν Her. 1, 64; ἐκτὸς ὄντι τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως Plat. Rep. VI, 499 d; ἐν ἐπόψει ἀλλήλοις Strab. XIV, 676, so daß man von Einem zum Andern sehen kann. – Ansicht, Hippod. Stob. fl.. 103, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όψις — (I) ὄψις, ἡ (ΑΜ) βλ. όψη. (II) ὄψις, ὁ (Μ) ο όμηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obses, idis «όμηρος» (< ob sedeo)] …   Dictionary of Greek

  • ὄψις — ὄψῑς , ὄψις aspect fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄψις aspect fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψεις — ὄψις aspect fem nom/voc pl (attic epic) ὄψις aspect fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψι — ὄψις aspect fem voc sg ὄψῑ , ὄψις aspect fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψεσι — ὄψις aspect fem dat pl ὄψος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψεσιν — ὄψις aspect fem dat pl ὄψος neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψη — ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὄψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιας — ὄψις aspect fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιες — ὄψις aspect fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιν — ὄψις aspect fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνοψις — κύκνοψις, εως, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλή οψις, λύκ οψις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”