όψις — (I) ὄψις, ἡ (ΑΜ) βλ. όψη. (II) ὄψις, ὁ (Μ) ο όμηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obses, idis «όμηρος» (< ob sedeo)] … Dictionary of Greek
ὄψις — ὄψῑς , ὄψις aspect fem acc pl (epic doric ionic aeolic) ὄψις aspect fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψεις — ὄψις aspect fem nom/voc pl (attic epic) ὄψις aspect fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψι — ὄψις aspect fem voc sg ὄψῑ , ὄψις aspect fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψεσι — ὄψις aspect fem dat pl ὄψος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψεσιν — ὄψις aspect fem dat pl ὄψος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψη — ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὄψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψιας — ὄψις aspect fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψιες — ὄψις aspect fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄψιν — ὄψις aspect fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκνοψις — κύκνοψις, εως, ὁ, ἡ (Α) αυτός που μοιάζει με κύκνο, που έχει όψη κύκνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + οψις (< ὄψις), πρβλ. γαλή οψις, λύκ οψις] … Dictionary of Greek