ἔπ-ωσις

ἔπ-ωσις

ἔπ-ωσις, , das Nach-, Daraufzustoßen, Gramm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὦσις — thrusting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωσις — ΜΑ βλ. ωση …   Dictionary of Greek

  • ὤσει — ὦσις thrusting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὤσεϊ , ὦσις thrusting fem dat sg (epic) ὦσις thrusting fem dat sg (attic ionic) ὠθέω thrust aor subj act 3rd sg (epic ionic) ὠθέω thrust fut ind mid 2nd sg ὠθέω thrust fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος …   Dictionary of Greek

  • ὤσεις — ὦσις thrusting fem nom/voc pl (attic epic) ὦσις thrusting fem nom/acc pl (attic) ὠθέω thrust aor subj act 2nd sg (epic ionic) ὠθέω thrust fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤσεσι — ὦσις thrusting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤσηι — ὦσις thrusting fem dat sg (epic) ὤσῃ , ὠθέω thrust aor subj mid 2nd sg (epic ionic) ὤσῃ , ὠθέω thrust aor subj act 3rd sg (epic ionic) ὤσῃ , ὠθέω thrust fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤσιες — ὦσις thrusting fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤσιος — ὦσις thrusting fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλίωσις — κοιλίωσις, ἡ (Α) κοίλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ωσις, κατάλ. δηλωτική ασθενειών (πρβλ. σκολί ωσις, φυματί ωσις)] …   Dictionary of Greek

  • μίλφωση — η (Α μίλφωσις) ασθένεια κατά την οποία πέφτουν οι βλεφαρίδες, η μαδάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλφοι + ωσις (πρβλ. ἕλκ ωσις, ἴλλ ωσις), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *μιλφῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”