- ἔπ-ωχρος
ἔπ-ωχρος, grüngelblich, bläßlich, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔπ-ωχρος, grüngelblich, bläßlich, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠχρός — pale masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦχρος — paleness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώχρος — ο / ὦχρος, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. βοτ. ποικιλία τού φυτού λαθούρι («παραπλήσιοι μὲν εἰσι τὴν οὐσίαν οἱ λάθυροι τοῑς ὤχροις τε καὶ φασήλοις», Γαλ.) μσν. αρχ. ωχρίαση (α. «χρωτὶ δ ἐρευθιόωντι καὶ ἄχροος ἔμπεσεν ὦχρος», Τζέτζ. β. «ὦχρός τέ μιν εἷλε… … Dictionary of Greek
ωχρός — ή, ό / ὠχρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο και φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικός β) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή… … Dictionary of Greek
ωχρός — ή, ό 1. αυτός που έχει το χρώμα της ώχρας, ο χλομός, ο κίτρινος: Έγινε ωχρός από το θυμό του. 2. ασαφής, ασθενής, άτονος, αμυδρός: Αυτό είναι για μένα μια ωχρή ανάμνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠχρά — ὠχρός pale neut nom/voc/acc pl ὠχρά̱ , ὠχρός pale fem nom/voc/acc dual ὠχρά̱ , ὠχρός pale fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότερον — ὠχρός pale adverbial comp ὠχρός pale masc acc comp sg ὠχρός pale neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρόν — ὠχρός pale masc acc sg ὠχρός pale neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχρότατον — ὠχρός pale masc acc superl sg ὠχρός pale neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχραί — ὠχρός pale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠχροτέρη — ὠχρός pale fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)