- ἑξ-ήρετμος
ἑξ-ήρετμος, sechsrudrig, πτέρυγες νεῶν Ep. ad. 694 (App. 204).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξ-ήρετμος, sechsrudrig, πτέρυγες νεῶν Ep. ad. 694 (App. 204).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισήρετμος — ἰσήρετμος, ον (Α) (για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» κοντά σ αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε… … Dictionary of Greek
λευκήρετμος — λευκήρετμος, ον (Α) αυτός που έχει λευκά κουπιά («λευκήρετμος Ἄρης», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί». Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ευ ή ρετμος, φιλ ήρετμος)] … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek