ἑξ-ώροφος

ἑξ-ώροφος

ἑξ-ώροφος (ὀροφή), mit sechs Stockwerken; D. Hal. rhet. 1, 3; D. Sic. 14, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσόροφος — και μεσώροφος, ο 1. ο μεσαίος όροφος μιας οικοδομής 2. το μεσοπάτωμα, ο ημιόροφος, ο ενδιάμεσος όροφος μεταξύ τού ισογείου και τού πρώτου ορόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + όροφος. Το ω τού τ. μεσώροφος οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… …   Dictionary of Greek

  • νεώροφος — νεώροφος, ον (Α) αυτός που απέκτησε στέγη πρόσφατα («νεώροφος οἶκος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. μεσ ώροφος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • ομώροφος — ὁμώροφος, ον (Α) συγκάτοικος, σύνοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ ώροφος. Το ω τού τ. (αντί όροφος) οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πενταώροφος — η, ο / πεντώροφος, ον, ΝΜΑ (για οίκημα) αυτός που έχει πέντε ορόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντ + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. δι ώροφος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πετρώροφος — ον, Μ ο πετρηρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. χρυσ ώροφος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πολυώροφος — η, ο / πολυώροφος, ον, ΝΜΑ (για οικοδόμημα) αυτός που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα νεοελλ. (για πύραυλο φορέα) αυτός που αποτελείται από αλλεπάλληλα τμήματα τα οποία αποχωρίζονται διαδοχικά από το κύριο σώμα αφού εξαντλήσει το καθένα τα… …   Dictionary of Greek

  • τετραώροφος — η, ο / τετραώροφος, ον, ΝΑ, και τετρώροφος και τετρόροφος, ον, Α 1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις ορόφους 2. το ουδ. ως ουσ. το τετραώροφο(ν) κτήριο με τέσσερεις ορόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. δι ώροφος …   Dictionary of Greek

  • τριώροφος — η, ο / τριώροφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο σπίτι με τρία πατώματα αρχ. το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υπώροφος — η, ο / ὑπώροφος, ον, ΝΜΑ στεγασμένος αρχ. φρ. α) «ὑπώροφος οικία» (στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.) β) «ὑπώροφος βοή» ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος τού καλαμένιου αυλού (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώροφος (< ὄροφος) …   Dictionary of Greek

  • μονώροφος — η, ο (Μ μονώροφος, ον) αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + όροφος (πρβλ. πολυ ώροφος). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • τριώνυξ — και εσφ. τ. τριόνυξ, υχος, ο, Ν ζωολ. γένος ημιυδρόβιων σαρκοφάγων χελωνών τής οικογένειας τριωνυχίδες, που απαντούν στη Βόρεια Αμερική και στην τροπική Αφρική και Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. trionyx < tri (< τρι *) + onyx… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”