ἑξ-ήρης

ἑξ-ήρης

ἑξ-ήρης, ες, sechsrudrig, mit sechs Reihen von Ruderbänken, , sc. ναῦς, Pol. 1, 26, 11; Plut. Cat. min. 39; Ael. V. H. 6, 12 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • ἤρης — ἐράω 1 love imperf ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth imperf ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἤρα fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥρης — Ἥρα nine fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …   Dictionary of Greek

  • κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… …   Dictionary of Greek

  • ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • κισσήρης — κισσήρης, ῆρες (Α) κισσηρεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχ ήρης, ποδ ήρης] …   Dictionary of Greek

  • κλινήρης — ες (AM κλινήρης, ες, Μ και κλινάρης, ες) ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ήρης (Ι) (<… …   Dictionary of Greek

  • κωπήρης — ες (Α κωπήρης, ῆρες) αυτός που είναι εφοδιασμένος ή κινείται με κουπιά, κωπήλατος («ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που κρατά το κουπί («κωπήρης χείρ», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὁ κωπῆρες πλοίο που κινείται με κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • λευκήρης — λευκήρης, ες (Α) λευκός, άσπρος («γενείου λευκήρη τρίχα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + επίθημα ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω»). Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. κωπ ήρης, ποδ ήρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”