ὑλάστρια

ὑλάστρια

ὑλάστρια, , fem. zum Vorigen, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υλάστρια — ἡ, Α βλ. ὑλαστής …   Dictionary of Greek

  • υλαστής — (hylastes). Γένος εντόμων της οικογένειας των Βοστρυχιδών, της υπέρταξης των ορθοπτεροειδών. Περιλαμβάνει ορισμένα είδη που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Πρόκειται για μικρά σκαθάρια με κεφάλι σχεδόν ανεξάρτητο από το υπόλοιπο σώμα, που καταλήγει σε… …   Dictionary of Greek

  • ὑλάστριαι — ὑ̱λάστριαι , ὑλάστρια she who gets fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”