ὑλάσσω

ὑλάσσω

ὑλάσσω, = Vorigem, Chariton.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υλάσσω — ΜΑ ὑλάσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< *ὑλά κ jω) είναι παρλλ. τ. τού ὑλάω, ῶ*, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση κ (για τον σχηματισμό τού ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)] …   Dictionary of Greek

  • ὑλάσσω — ὑ̱λάσσω , ὑλάζομαι fetch aor ind mp 2nd sg ὑ̱λάσσω , ὑλάζομαι fetch aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυλάσσω — και κατυλάσσω (Α) καθυλακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλάσσω, άλλος τ. τού ὑλακτῶ «γαυγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υλάκτης — ὁ, Α ὑλακτητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. σχηματισμός < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και επίθημα της (πρβλ. ὑλάσσω, ὑλαγμός)] …   Dictionary of Greek

  • υλάκτωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που γαβγίζει 2. όνομα κυνηγετικού σκύλου τού Ακταίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και κατάλ. τωρ* (πρβλ. ὑλακή, ὑλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • υλάσκω — Α υλακτώ, γαυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. ὑλάσκω (βλ. λ. ὑλῶ, ὑλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • υλαγμός — ὁ, Α ὕλαγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση γ και κατάλ. μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …   Dictionary of Greek

  • υλακή — η / ὑλακή, ΝΑ η κραυγή τού σκύλου, το γάβγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση κ και κατάλ. ή. Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω*] …   Dictionary of Greek

  • υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… …   Dictionary of Greek

  • υλώ — άω, Α 1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα… …   Dictionary of Greek

  • ύλαγμα — άγματος, και ὕλασμα, άσματος, τὸ, Α 1.το γάβγισμα τού σκυλιού, υλακή 2. στον πληθ. τὰ ὑλάγματα μτφ. αισχρά λόγια 3. φρ. «νήπια ὑλάγματα» μτφ. λόγια δηλωτικά οργής, θυμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, ῶ* «γαβγίζω, φωνάζω» με ουρανική εκφραστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”