- ὑλάσκω
ὑλάσκω, = ὑλακτέω, λύμασις, ἡ πρὸ γᾶς ὑλάσκει, Aesch. Suppl. 855, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλάσκω, = ὑλακτέω, λύμασις, ἡ πρὸ γᾶς ὑλάσκει, Aesch. Suppl. 855, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλάσκω — Α υλακτώ, γαυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. ὑλάσκω (βλ. λ. ὑλῶ, ὑλάσσω)] … Dictionary of Greek
υλάσσω — ΜΑ ὑλάσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑλάσσω (< *ὑλά κ jω) είναι παρλλ. τ. τού ὑλάω, ῶ*, σχηματισμένος με εκφραστική ουρανική παρέκταση κ (για τον σχηματισμό τού ρ. πρβλ. ὑλακτῶ, ὑλακή, ὑλαγμός)] … Dictionary of Greek