- ὑλο-μανής
ὑλο-μανής, ές, 1) in Wälder verliebt, gew. in Wäldern lebend. – 2) von Bäumen oder vom Weinstock, zu sehr ins Holz treibend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλο-μανής, ές, 1) in Wälder verliebt, gew. in Wäldern lebend. – 2) von Bäumen oder vom Weinstock, zu sehr ins Holz treibend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορειμανής — ὀρειμανής και ὀρειομανής, ές (Α) 1. αυτός που ως μαινόμενος περιέρχεται τα όρη 2. αυτός που αγαπά εμμανώς τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρειο (βλ. λ. όρος [II]) + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. υλο μανής] … Dictionary of Greek
καθυλομανώ — καθυλομανῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υλομανῶ) (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά σε κλαδιά και φύλλωμα, φουντώνω, αγριεύω («ὡς τὰ δένδρα καθυλομανεῑ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλο μανῶ («είμαι σκεπασμένος με πυκνό δάσος» (< ὕλη + μανῶ <… … Dictionary of Greek
χερσομανώ — έω, ΜΑ 1. (για έκταση γης) μένω ακαλλιέργητη και καλύπτομαι από άγρια βλάστηση 2. μτφ. γεμίζω ελαττώματα και αμαρτήματα, επειδή δεν έχω την κατάλληλη πνευματική καθοδήγηση («ἐκκλησίαν ῥᾳθυμηθεῑσαν και χερσομανήσασαν ἐξ ἀναρχίας», Γρηγ. Ναζ.).… … Dictionary of Greek