- ὑλο-δίαιτος
ὑλο-δίαιτος, = ὑλόβιος, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλο-δίαιτος, = ὑλόβιος, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τεχνοδίαιτος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που ζει στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. ὑλο δίαιτος] … Dictionary of Greek