- ὑλη-βάτης
ὑλη-βάτης, ὁ, der Waldgänger, der durch den Wald schreitet; Pan, Sp.; δέλφαξ, Anaxilas bei Ath. IX, 374 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑλη-βάτης, ὁ, der Waldgänger, der durch den Wald schreitet; Pan, Sp.; δέλφαξ, Anaxilas bei Ath. IX, 374 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλοβάτης — ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α νεοελλ. ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων τής οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας αρχ. αυτός που συχνάζει στα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βάτης / βατος (< βαίνω),… … Dictionary of Greek
κεροβάτης — (και κεραβάτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών 3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που … Dictionary of Greek