- ἑλκε-χίτων
ἑλκε-χίτων, ωνος, ὁ, mit langem, nachschleppendem Rocke, Ionier, Il. 13, 685; h. Apoll. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλκε-χίτων, ωνος, ὁ, mit langem, nachschleppendem Rocke, Ionier, Il. 13, 685; h. Apoll. 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
αγέστρατος — ἀγέστρατος ο, η (Α) αυτός που οδηγεί τον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ λαος, ἐλκε χίτων, ἐχέ φρων. Το ε τού α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’… … Dictionary of Greek