- ἑλικ-ωπός
ἑλικ-ωπός, = Folgdm, Orph. H. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικ-ωπός, = Folgdm, Orph. H. 5, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλυκώπις — καλυκῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει πρόσωπο όμοιο με κάλυκα άνθους, δηλ. που έχει ρόδινη όψη, ροδοπρόσωπη, ανθηρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ῶπις (< ωψ, ωπος < *ὤψ, *ὠπός «όψη, πρόσωπο, μάτι»), πρβλ. ἑλικ ῶπις, ὑαλ ῶπις] … Dictionary of Greek