- ἑλικτήρια
ἑλικτήρια, τά, Ohrringe, Apoll. L. H. Erkl. von ἐνώτια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικτήρια, τά, Ohrringe, Apoll. L. H. Erkl. von ἐνώτια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικτήρια — ἑλικτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)