- ἑλικτήρ
ἑλικτήρ, ῆρος, ὁ, jeder gewundene, gedrehte Körper; βοστρύχων, krause Locken, Callistr. 8; Armbinde, Schol.; Ohrgehänge, Poll. 2, 83, wie Lys. 12, 19, χρυσοῖ; vgl. auch Ar. bei Poll. 7, 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑλικτήρ, ῆρος, ὁ, jeder gewundene, gedrehte Körper; βοστρύχων, krause Locken, Callistr. 8; Armbinde, Schol.; Ohrgehänge, Poll. 2, 83, wie Lys. 12, 19, χρυσοῖ; vgl. auch Ar. bei Poll. 7, 95.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελικτήρ — ἑλικτήρ, ο (Α) 1. οτιδήποτε ελικοειδές 2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι … Dictionary of Greek
ἑλικτήρ — anything twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτῆρας — ἑλικτήρ anything twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικτῆρες — ἑλικτήρ anything twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλικτήρ — εἱλικτήρ, ο (Α) βλ. ελικτήρ … Dictionary of Greek
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek