- ὑμνήτρια
ὑμνήτρια, ἡ, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑμνήτρια, ἡ, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υμνήτρια — η / ὑμνήτρια, ΝΜΑ βλ. υμνητής … Dictionary of Greek
ὑμνήτριαι — ὑμνήτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνητής — ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, ίδος, Α 1. αυτός που ψάλλει ύμνους 2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ τρια] … Dictionary of Greek