ὑμνήτειρα, ἡ, fem. zu ὑμνητήρ, γλῶσσα Greg. Naz. ep. (VIII, 35).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υμνήτειρα — ἡ, Α βλ. ὑμνητήρ … Dictionary of Greek
υμνητήρ — ῆρος, ό, θηλ. ὑμνήτειρα, Α υμνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ + επίθημα τήρ / τειρα (πρβλ. τιμη τήρ)] … Dictionary of Greek